απαγκιστρώνω

απαγκιστρώνω
-ωσα, -ώθηκα, -ωμένος
1. ξαγκιστρώνω: Το ψάρι ήταν καλά πιασμένο κι ήταν αδύνατο ν' απαγκιστρωθεί.
2. Γλιτώνω στρατιωτικό τμήμα από το να αποκλειστεί: Με την ενέργεια αυτή δόθηκε στο λόχο η ευκαιρία κι απαγκιστρώθηκε. Ουσ., η απαγκίστρωση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εξαγκιστρώνω — βγάζω κάτι από το αγκίστρι, το απαγκιστρώνω, το απαλλάσσω από την αγκίστρωση …   Dictionary of Greek

  • ξαγκιστρώνω — 1. βγάζω το αγκίστρι από κάτι, απαγκιστρώνω 2. (σχετικά με άγκυρα) ανασπώ, σηκώνω, ξεγαντζώνω 3. μτφ. (ενεργ. και μέσ.) γλιτώνω, ξεφεύγω από δύσκολη και περίπλοκη κατάσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ αγκιστρώνω (βλ. και λ. ξ[ε] * με στερ. σημ.), με σίγηση …   Dictionary of Greek

  • ξαγκιστρώνω — ξαγκίστρωσα, ξαγκιστρώθηκα, ξαγκιστρωμένος 1. απαγκιστρώνω, βγάζω από το αγκίστρι: Ξαγκίστρωσα το ψάρι κι έριξα τ αγκίστρι στη θάλασσα. 2. το μέσ., ξαγκιστρώνομαι βγαίνω από το αγκίστρι, απαγκιστρώνομαι: Πιάστηκε το ψάρι, μα ξαγκιστρώθηκε πριν το …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεγαντζώνω — ξεγάντζωσα, ξεγαντζώθηκα, ξεγαντζωμένος 1. βγάζω κάτι από το γάντζο, απαγκιστρώνω, αλλ. ξεκοτσάρω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”